Education Policy: «Υπερβαθμολόγηση Μαθητών»!! Στρέβλωση στον τρόπο αξιολόγησης των μαθητών σε Γυμνάσιο & Λύκειο - Μελέτη για νέα κριτήρια προαγωγής & αποφοίτησης!!

Education Policy / «Υπερβαθμολόγηση Μαθητών»!! Στρέβλωση στον τρόπο αξιολόγησης των μαθητών σε Γυμνάσιο & Λύκειο - Μελέτη για νέα κριτήρια προαγωγής & αποφοίτησης!!

Education Policy: «Υπερβαθμολόγηση Μαθητών»!! Στρέβλωση στον τρόπο αξιολόγησης των μαθητών σε Γυμνάσιο & Λύκειο - Μελέτη για νέα κριτήρια προαγωγής & αποφοίτησης!!

Education Policy / «Υπερβαθμολόγηση Μαθητών»!! Στρέβλωση στον τρόπο αξιολόγησης των μαθητών σε Γυμνάσιο & Λύκειο - Μελέτη για νέα κριτήρια προαγωγής & αποφοίτησης!!

Μελέτη για νέα κριτήρια προαγωγής και αποφοίτησης - Το υπουργείο ανέθεσε στην ΑΔΙΠΠΔΕ έρευνα για την αξιοπιστία των βαθμών και του Απολυτηρίου

Τα ελληνικά σχολεία παράγουν τα τελευταία χρόνια… πληθωρισμό αριστούχων. Σχεδόν ένας στους τέσσερις μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου ολοκληρώνει την προηγούμενη τάξη με άριστα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Παιδείας.

Σύμφωνα με τα στοιχεία, μόνο το σχολικό έτος 2023-2024 οι αριστούχοι μαθητές γυμνασίου και λυκείου έφτασαν τους 179.225, σε σύνολο περίπου 680.000, δηλαδή το 26%.

Η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας θεωρεί ότι αυτό αποτελεί στρέβλωση, η οποία σχετίζεται με τον τρόπο αξιολόγησης των μαθητών και αναζητάει λύση για τουλάχιστον μετριασμό του προβλήματος.

Στο Γυμνάσιο άριστα θεωρείται ο βαθμός πάνω από 18,5, ενώ στο λύκειο πάνω από 18.

Η υπουργός Παιδείας, Σοφία Ζαχαράκη, εξέφρασε στη Βουλή, έντονο προβληματισμό για τα υψηλά ποσοστά μαθητών που λαμβάνουν βραβεία Αριστείας και υψηλούς βαθμούς προαγωγής σε όλες τις βαθμίδες, από το Δημοτικό έως το Λύκειο. Όπως υπογράμμισε, η υπερβαθμολόγηση θέτει ζήτημα αξιοπιστίας για τον παιδαγωγικό ρόλο των σχολικών βαθμών και των τίτλων σπουδών.

Μελέτη από την ΑΔΙΠΠΔΕ

Η υπουργός ανακοίνωσε ότι έχει ανατεθεί στην Ανεξάρτητη Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ) μελέτη για τις διαδικασίες προαγωγής και αποφοίτησης, με στόχο μια ολοκληρωμένη πρόταση που θα ενισχύει τη μορφωτική και παιδαγωγική αξία του Απολυτηρίου Λυκείου.

Η κ. Ζαχαράκη σημείωσε ότι η βαθμολόγηση δεν είναι απλή τυπική διαδικασία, αλλά εργαλείο ανατροφοδότησης για μαθητές, οικογένειες και εκπαιδευτικούς, ενώ παράλληλα προσφέρει σημαντικά στοιχεία για την αξιολόγηση σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών δομών.

Βραβεία και νέα κριτήρια

Για το σχολικό έτος 2024-2025 το Υπουργείο θα απονείμει βραβεία αριστείας, επαίνους προσωπικής βελτίωσης και ειδικούς επαίνους στους μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου, ωστόσο η διαδικασία βαθμολόγησης εξετάζεται συνολικά.

Το ζήτημα είχε τεθεί και από τέσσερις βουλευτές της ΝΔ, οι οποίοι τόνισαν ότι η προαγωγή ή αποφοίτηση μαθητών με βαθμούς κάτω από τη βάση σε βασικά μαθήματα γεννά ερωτήματα για την αξία του απολυτηρίου και την επάρκεια του εκπαιδευτικού περιεχομένου.

Στόχος η αξιοπιστία του απολυτηρίου

Η υπουργός δεσμεύτηκε ότι οι προτάσεις της ΑΔΙΠΠΔΕ θα στοχεύουν στην αντικειμενικότητα των κριτηρίων και στη διασφάλιση του παιδαγωγικού ρόλου του Λυκείου, έτσι ώστε το Απολυτήριο να αντανακλά το πραγματικό μορφωτικό επίπεδο των αποφοίτων. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στα ΕΠΑΛ, όπου το απολυτήριο συνδέεται άμεσα με επαγγελματικά δικαιώματα, όπως ορίζει ο νόμος 4763/2020.

Ειδικότερα, η υπουργός Παιδείας Σοφία Ζαχαράκη, μιλώντας χθες στην «Κ», μίλησε «για «φαινόμενα υπερβαθμολόγησης», όπως αποδεικνύεται και από τον αριθμό των μαθητών που παίρνουν το αριστείο για την επίδοσή τους την προηγούμενη χρονιά.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου, κατά το σχολικό έτος 2023-2024, οι αριστούχοι μαθητές γυμνασίου – λυκείου ήταν 179.225, σε συνολικά περίπου 680.000 μαθητές. Δηλαδή, το ποσοστό των αριστούχων μαθητών είναι 26% επί του συνόλου.

Να σημειωθεί ότι στο γυμνάσιο ένας προαγωγικός ή απολυτήριος βαθμός θεωρείται άριστος όταν είναι πάνω από 18,5, ενώ στο λύκειο πάνω από 18.

Η μεγάλη αύξηση των αριστούχων καταγράφεται από το σχολικό έτος 2015-2016, όταν μειώθηκε ο αριθμός των γραπτώς εξεταζομένων μαθημάτων στο γυμνάσιο και το λύκειο. Η μη οργάνωση προαγωγικών και απολυτηρίων εξετάσεων τις σχολικές χρονιές 2018-2019 και 2019-2020 λόγω της πανδημίας (οι μαθητές προήχθησαν ή πήραν απολυτήριο με βάση τους προφορικούς βαθμούς τους), εκτίναξε τους αρίστους, οι οποίοι το 2020-2021 έφθασαν στους 248.150. Το επόμενο σχολικό έτος, με την «επιστροφή» των γραπτών εξετάσεων στο τέλος της χρονιάς, επανήλθε και ο αριθμός στα προηγούμενα επίπεδα, τα οποία πάντως θεωρείται πως είναι υψηλά και δεν αποτυπώνουν το επίπεδο των μαθητών.

Για «βαθμολογικό λαϊκισμό» κάνει λόγο ο καθηγητής Κώστας Δημόπουλος, ενώ λύση εκτιμάται ότι θα δώσει η καθιέρωση του εθνικού απολυτηρίου.

Όπως είπε στην «Κ» η κ. Ζαχαράκη, έχει ζητηθεί από την Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση να καταθέσει εισήγηση για το θέμα, ώστε να αλλάξει ο τρόπος προαγωγής και απόλυσης των μαθητών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Δεν εξετάζεται, πάντως, η αύξηση των εξεταζομένων μαθημάτων κατά τις προαγωγικές και απολυτήριες εξετάσεις.

Στο λύκειο, λύση αναμένεται ότι θα προσφέρει η καθιέρωση του εθνικού απολυτηρίου. Γι’ αυτό μετράει και η άποψη στενών συνεργατών της ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας που επεξεργάζονται την πρόταση για τη δομή του εθνικού απολυτηρίου.

Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», δύο από τα βασικά στοιχεία των προτάσεων για το εθνικό απολυτήριο είναι, το πρώτο, ότι τα θέματα στις προαγωγικές και απολυτήριες εξετάσεις θα επιλέγονται μόνο από τράπεζα θεμάτων.

Τώρα επιλέγονται εξ ημισείας από τράπεζα και από τον διδάσκοντα του μαθήματος. Το δεύτερο είναι η αλλαγή στον τρόπο βαθμολόγησης των γραπτών στις ενδοσχολικές εξετάσεις, με την αξιοποίηση ενός ψηφιακού συστήματος επί των γραπτών που θα έχουν σκαναριστεί. «Το πρόβλημα είναι σύνθετο. Οι γονείς πιέζουν για καλούς βαθμούς, και οι εκπαιδευτικοί ενδίδουν για να διατηρούν καλές τις σχέσεις τους με τους μαθητές», αναφέρει ο κ. Δημόπουλος. Οι επιπτώσεις της υπερβαθμολόγησης είναι, σύμφωνα με τον ίδιο, «οι μαθητές να αποκτούν λανθασμένη εικόνα για το επίπεδό τους. Και αυτό διαψεύδεται στις Πανελλαδικές Εξετάσεις».

Στις Πανελλαδικές Εξετάσεις σταθερά ένας στους τρεις μαθητές παίρνει μέσο όρο κάτω από τη βάση του 10, ενώ υπάρχουν μαθήματα, όπως τα Μαθηματικά, στα οποία ένας πολύ μεγάλος αριθμός υποψηφίων -τουλάχιστον το 70% των υποψηφίων του πλέον δημοφιλούς πεδίου, της Οικονομίας και Πληροφορικής- βαθμολογούνται κάτω από τη βάση του 10. «Χρειάζεται οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί να συνειδητοποιήσουν τις επιπτώσεις της υπερβαθμολόγησης», τονίζει ο κ. Δημόπουλος. Ωστόσο, δεν μπορεί να υπάρξει οδηγία του υπουργείου προς τους εκπαιδευτικούς να είναι πιο αντικειμενικοί και αυστηροί.

Από την άλλη, στο λύκειο η επιλογή στις τελικές εξετάσεις θεμάτων από τράπεζα συμβάλλει στην αντικειμενικότερη αποτύπωση του επιπέδου των μαθητών.

Παράλληλα, στο επιτελείο του υπουργείου Παιδείας θεωρείται ότι εάν έμπαιναν περισσότερα διαγωνίσματα κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, οι εκπαιδευτικοί θα είχαν περισσότερα τεκμήρια για το επίπεδο των μαθητών τους, έναντι των γονιών που διαμαρτύρονται πως το παιδί τους αδικείται κάθε φορά που βλέπει έναν κακό βαθμό στον «έλεγχο».